Dorothy Snot | Κέντρο Προσχολικής Αγωγής

Αρχή Μας αρέσει Να μαθαίνουμε "Δεν θέλω τα παιδιά να σπρώχνονται, να χτυπιούνται ή να δαγκώνουν, αλλά είμαι ρεαλιστής και ξέρω ότι αυτά τα πράγματα είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν"
28.02.2013

"Δεν θέλω τα παιδιά να σπρώχνονται, να χτυπιούνται ή να δαγκώνουν, αλλά είμαι ρεαλιστής και ξέρω ότι αυτά τα πράγματα είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν"

Κατηγορία Να μαθαίνουμε
Του Τeacher Tom (Hobson)*
 
“Το φως δεν έχει λόγο ύπαρξης αν δεν έχει υπάρξει το σκοτάδι»
Arlo Guthrie

Πριν ξεκινήσει κάθε σχολική χρονιά, πάντοτε ενημερώνω τους γονείς ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το γεγονός ότι τα παιδιά χτυπάνε, κλωτσάνε, σπρώχνουν, γρατζουνάνε, δαγκώνουν και ότι με κάποιο τρόπο και το δικό τους παιδί θα εμπλακεί αργά-ή-γρήγορα σε τέτοιες δραστηριότητες.Και μετά από ένα μήνα, στην πρώτη συνάντηση γονέων, όταν όλοι έχουν αρχίσει ήδη να γκρινιάζουν για τα χτυπήματα, τις κλωτσιές και τα δαγκώματα που συμβαίνουν μέσα στην τάξη, το θέμα της κουβέντας μας είναι πάντοτε «Πως ορίζουμε την φυσιολογική εξέλιξη των παιδιών στο σχολείο;», κουβέντα στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι απαραίτητες αναφορές στην επιθετική συμπεριφορά των παιδιών και στο τι μπορούμε να κάνουμε για αυτήν.

Σαν επιθετική συμπεριφορά εννοούμε, εκτός από όλα τα παραπάνω, και το να αρπάζουμε τα πράγματα που κρατούν οι άλλοι, το ντύσιμο, τα ουρλιαχτά χωρίς λόγο, την καταστροφή της δουλειά των άλλων παιδιών, το νταηλίκι, την κοροϊδία, και γενικά οτιδήποτε που εμείς οι «μεγάλοι» δεν θεωρούμε κοινωνικά αποδεκτό.

Πάντοτε λοιπόν σε αυτή την πρώτη κουβέντα της χρονιάς παρουσιάζουμε στους γονείς επιστημονικές μελέτες και έρευνες που δείχνουν ότι όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια και ότι πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς εκπαιδευτικά όταν τυχαίνει να τις βιώνουμε μέσα στην τάξη.

Αλλά βέβαια, η πραγματική ερώτηση πρέπει είναι: «Γιατί αυτές οι συμπεριφορές είναι φυσιολογικές και αναμενόμενες;»

Κάποιες από τις πράξεις αυτές των παιδιών, ιδίως των πιο μικρών, οφείλονται απλώς σε άγνοια. Κάθε παιδί ηλικίας μικρότερης των τριών ετών είναι ένας ενοχλητικός ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η ανθρωπότητα. Άλλωστε, ένας βασικός λόγος για τον οποίο τα πολύ μικρά παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο, είναι για να έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν πως είναι να «τρακάρεις» ξαφνικά με άλλους είκοσι ενοχλητικούς ήλιους που κινούνται γύρω σου, ώσπου να μάθεις πως μπορείς να συμβιώνεις μεταξύ τους.

Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, π.χ., ένα παιδί στην προσπάθεια του να φτάσει εκεί που θέλει, να πέσει επάνω σε κάποιο άλλο ή να το σπρώξει ώστε να φύγει από τον δρόμο του. Δεν έχει να κάνει με αγένεια ή με επιθετικότητα, έχει να κάνει με την βαθιά προσήλωση του παιδιού στον «στόχο» του που το κάνει να αγνοεί όσους κινούνται γύρω του. Ο χρόνος και η εξέλιξη θα δώσουν την λύση την κατάλληλη στιγμή.

Ένα άλλο κομμάτι της απάντησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μικρά παιδιά είναι κάτι σαν τρελοί επιστήμονες, που τρέχουν γύρω-γύρω μέσα στο εργαστήριο τους και πατάνε κουμπιά και διακόπτες ανεξέλεγκτα, χωρίς μερικές φορές να γνωρίζουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν. Για αυτό και δεν είναι το πιο σοφό πράγμα να βρίσκεται μέσα σε ένα παιδικό δωμάτιο το κουμπί που πυροδοτεί τα πυρηνικά όπλα μιας χώρας!

Προχωρώντας βέβαια στην ουσία της απάντησης, το πράγμα είναι σαφώς πιο πολύπλοκο. Από την σκοπιά της δαρβινικής εξέλιξης, τα παιδιά γεννιούνται με ένα μόνο όπλο επιβίωσης: το κλάμα. Ο λόγος που τα παιδιά κατορθώνουν να εξελιχθούν είναι γιατί το κλάμα ενστικτωδώς προκαλεί τους ενήλικες να αντιδράσουν σε αυτό. Για εμάς τους ενήλικες βέβαια, το κλάμα ενός μωρού είναι κάτι που ραγίζει τις καρδιές μας, μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι, μας κάνει να αισθανόμαστε ότι κάτι έχουμε κάνει λάθος – ενώ για το μωρό το κλάμα είναι απλώς ο τρόπος του για να συνδεθεί με τον κόσμο των μεγάλων, χωρίς κανένα από τα συναισθηματικά βαρίδια που εμείς αισθανόμαστε.

Βιολογικά, ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί σε ένα ζώο με τεράστιο εγκέφαλο και αναλογικά εύθραυστο σώμα, που έχει τόσα πολλά να μάθει πριν μπορέσει να επιβιώσει στην ζωή από μόνο του ώστε να χρειάζονται δεκαετίες ολόκληρες εξάρτησης του από τους άλλους – και αν ποτέ κατορθώσει να είναι πραγματικά ανεξάρτητο.

Από την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε όμως, αρχίζουμε να παίζουμε, επικοινωνώντας πρώτα με το κλάμα και μετά με τα μάτια και με τα αυτιά μας. Καθώς συνδυάζουμε την βιολογική ανάπτυξη με την απόκτηση εμπειρίας, τα χέρια και τα πόδια μας αρχίζουν και αυτά να συμμετέχουν στην διαδικασία, ώσπου ολόκληρο το σώμα μας εμπλέκεται στην προσπάθεια αναγνώρισης του κόσμου μέσα από το παιχνίδι. Και αυτό που τελικά μας εμπλέκει ολοκληρωτικά, είναι οι άλλοι άνθρωποι.

Μπορεί η βιολογική εξέλιξη να αποφασίζει το πότε είμαστε έτοιμοι, το παιχνίδι όμως καθορίζει το τι και το πώς πραγματικά μαθαίνουμε. Αν παρατηρήσετε ένα μωρό να παίζει ελεύθερα, χωρίς παρεμβάσεις, θα δείτε πως μεταχειρίζεται ένα αντικείμενο: το γυρίζει γύρω-γύρω και πάνω-κάτω, το κοιτάει από όλες τις πλευρές, το χτυπάει στο πάτωμα, το βάζει στο στόμα του και γενικά το υποβάλει σε δοκιμασίες τέτοιες που του επιτρέπουν να μάθει όλα τα σημαντικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζει για αυτό. Και αν τώρα στην θέση του αντικειμένου βάλουμε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, με το οποίο το μωρό επιτρέπεται ελεύθερα να δια-δράσει, θα δούμε ότι θα αρχίσει να το αγγίζει κι αυτό, να το γυρίζει γύρω-γύρω, να το χτυπάει, να το δαγκώνει και γενικά να του κάνει ακριβώς τα ίδια. Αυτό φυσικά δεν γίνεται με πρόθεση να το βλάψει, αλλά μόνο από την ανάγκη του μωρού να μάθει τον κόσμο μέσα από το παιχνίδι.

Σε μια τέτοια στιγμή εμείς οι μεγάλοι ασυναίσθητα θέλουμε να παρέμβουμε (και φυσικά πρέπει να το κάνουμε εάν κάποιος κινδυνεύει πραγματικά), αλλά η παρέμβαση μας κρύβει πάντοτε τον κίνδυνο να προσπαθήσουμε να διδάξουμε πράγματα στο παιδί αντί να του επιτρέψουμε ελεύθερα να τα μάθει από μόνο του (με τον τρόπο που οι άνθρωποι μαθαίνουμε) και τελικά να το αποθαρρύνουμε από το να θέλει να παίξει. Μια τέτοιου είδους παρέμβαση μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε πολύτιμες «ανταλλαγές κοινωνικής γνώσης» και να περάσει τελικά το μήνυμα στο παιδί ότι είναι ανίκανο να επικοινωνήσει δια-δραστικά με τα άλλα παιδιά.  
  
Ένα ωραίο παράδειγμα είναι η έννοια του «μοιράζομαι» ή της «ιδιοκτησίας», ιδέες που είναι εντελώς έξω από την δυνατότητα κατανόησης των μικρών παιδιών. Όταν ένα μωρό π.χ. πάρει κάτι που κρατάει ένα άλλο και εμείς παρέμβουμε επιμένοντας, δεν έχει σημασία πόσο ευγενικά, ότι το αντικείμενο πρέπει να επιστραφεί, προσπαθούμε να διδάξουμε στα παιδιά μια ιδέα που απλώς είναι ανίκανα να καταλάβουν, έτσι το μόνο που καταφέρνουμε είναι να βάλουμε άγαρμπα τέλος σε μία εποικοδομητική ανταλλαγή κοινωνικής γνώσης μέσα από το παιχνίδι.

Με άλλα λόγια, εμποδίζουμε τα παιδιά από το να αγγίξουν και να περιεργαστούν τον κόσμο που βρίσκεται μπροστά τους (κάτι που είναι η φυσική τους κλίση) και δεν τα αφήνουμε να μελετήσουν το αντικείμενο τους από όλες τις πλευρές, να το χτυπήσουν στο πάτωμα, να το δαγκώσουν, να το αναλύσουνε διεξοδικά. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι τα μωρά που «αρπάζουν» περισσότερο τα πράγματα που κρατούν τα άλλα παιδιά, είναι και αυτά που αργότερα θα δώσουν με μεγαλύτερη ευκολία τα πράγματα που αυτά κρατάνε: είναι γιατί τους έχει δοθεί η δυνατότητα να μάθουν καλά ολόκληρη την διαδικασία, χωρίς παρεμβάσεις, να την καταλάβουν, και έτσι να αντιλαμβάνονται πολύ καλά «την ύπαρξη του φωτός»!

Γιατί, πως μπορεί κάποιος να καταλάβει το φως χωρίς να έχει πρώτα βιώσει το σκοτάδι; Πως μπορεί να κατανοήσει το «πάνω» αν δεν γνωρίζει το «κάτω»; Πώς θα αντιληφθεί την «ευγένεια» αν δεν έχει ζήσει πρώτα την «αγένεια»;

Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και μαθαίνουν να συνεργάζονται όλο και καλύτερα με τους δασκάλους και με τους συμμαθητές τους, εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό να τους δίνουμε την ευκαιρία να εξερευνούν ελεύθερα τον κόσμο. Φυσικά, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να παρεμβαίνουμε όταν κάποιος χτυπάει ή τρομάζει ή οτιδήποτε - αλλά ακόμα και αυτά είναι συμπεριφορές πολύ χρήσιμες στην διαδικασία της μάθησης. Το βλέπω κάθε χρόνο να συμβαίνει στο σχολείο μας: τα πιο μεγάλα και σωματώδη δίχρονα, αυτά που πέφτουν τρέχοντας συνέχεια επάνω στα άλλα παιδιά, είναι αυτά που πάντοτε θα εξελιχθούν στα πιο ευγενικά προνήπια!

Το τρίχρονο που συνέχεια καταστρέφει τον πύργο με τα τουβλάκια που φτιάχνουν τα άλλα παιδιά, είναι αυτό που πρώτο θα κατανοήσει την σημασία του να τα βοηθήσει να τον ξαναφτιάξουν! Το παιδί που όλοι αντιπαθούν επειδή δαγκώνει τα υπόλοιπα (προσπαθώντας έτσι να τους δείξει την αγάπη του) είναι αυτό που αργότερα θα μας καταπλήξει με την ικανότητα του να δείχνει στους φίλους του πόσο πολύ τους λατρεύει.

Ξαναλέω ότι σε καμία περίπτωση δεν θέλω τα παιδιά να σπρώχνονται, να χτυπιούνται ή να δαγκώνουν το ένα το άλλο, αλλά είμαι ρεαλιστής και ξέρω ότι αυτά τα πράγματα είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν. Ξέρω ότι πρέπει να μελετήσουμε το σκοτάδι πριν κατανοήσουμε το φως.

Δεν είναι πάντα εύκολο και εγώ πολλές φορές αποτυγχάνω να το κάνω, αλλά ιδεατά εμείς οι μεγάλοι πρέπει να παραμένουμε ήρεμοι, να παρεμβαίνουμε μόνο όταν είναι απαραίτητο και χωρίς να εκφράζουμε γνώμη για το ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, και να βοηθάμε τα παιδιά να μάθουν να βρίσκουν εναλλακτικούς τρόπους διαχείρισης και συμπεριφοράς. Από την στιγμή που στεκόμαστε δίπλα τους με πραγματική αγάπη, με σταθερότητα και με κατανόηση, ο χρόνος και η διαδικασία της εξέλιξης νομοτελειακά θα οδηγήσουν τα παιδιά αργά ή γρήγορα στο φως!

Γιατί, «Όλοι περπατάμε στο σκοτάδι και κάθε ένας πρέπει μόνος του να ανακαλύψει από πού ανοίγει το φως»

Earl Nightingale
---------------------------------
* το άρθρο αυτό είναι η ελληνική μετάφραση του άρθρου "Turning on our own light" που δημοσιεύθηκε στο blog του Teacher Tom την 1/3/2013.


Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 11 Μαρτίου 2013 10:36 Εκτύπωση E-mail